lumínico - ορισμός. Τι είναι το lumínico
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι lumínico - ορισμός


lumínico      
Expresiones Relacionadas
lumínico      
lumínico, -a (del lat. "lumen, -inis", luz)
1 adj. De [la] luz.
2 m. Supuesto agente de los fenómenos luminosos.
lumínico      
sust. masc.
Física. Principio o agente hipotético de los fenómenos de la luz.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για lumínico
1. Han sido seleccionados 45 dibujos, para mantener el guión de las ventanas que darán vida y forma al tapiz lumínico, y lo tejerán 460 voluntarios, tantos como las ventanas-foto.
2. El plan impulsado por la Nación en los últimos días del mes pasado sumó ayer la adhesión del gobierno porteño, con el anuncio de medidas de racionamiento lumínico en el Obelisco, fuentes y monumentos públicos.
3. Muy relacionado con el objetivo final está la sesión dedicada a la contaminación lumínica, en la que se abordará el desafío de iluminar inteligentemente, se analizará el derroche lumínico por la noche e iniciativas para una iluminación inteligente, contando con los avances en la tecnología de la iluminación y su aplicación en el urbanismo y la arquitectura.
Τι είναι lumínico - ορισμός